- ὑπεξάγειν
- ὑπεξάγωcarry out from underpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξάγω — ὑπεξάγω ΝΜΑ [ἐξάγω] εξάγω κρυφά, λαθραία («ἵνα... παῑδας καὶ γυναίκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξάγω από κάτω 2. αποσπώ 3. (αμτβ.) α) αποχωρώ σταδιακά («ἠμέρης καὶ τούτους ὁδῷ προέχοντας τῶν Περσέων ὑπεξάγειν», Ηρόδ.) β)… … Dictionary of Greek